- κίναιδος
- ο (ΑΜ κίναιδος)ο άντρας που συνουσιάζεται με άντρα, ο παθητικός ομοφυλόφιλος, πούστης || (μσν.-αρχ.) αισχρός και ανήθικος άνθρωπος («κίναιδος, ασελγής, μαλακός», Φώτ.)αρχ.1. είδος θαλάσσιου ψαριού2. κιναίδιον*3. είδος πολύτιμου λίθου4. στον πληθ. οἱ κίναιδοιποιήματα με ανήθικο περιεχόμενο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την ερμηνεία: «παρά τὸ κινεῖσθαι τὴν αἰδῶ ἢ παρὰ τὸ κινεῖσθαι τὰ αἰδοῖα» (Ετυμολ. Γουδιανόν), η λ. μπορεί να ερμηνευθεί ως σύνθετη με το ρ. κινώ και το ουσ. αιδώς, ερμηνεία που προσκρούει στη διαφορετική ποσότητα του -ι- (κĭναιδος —κῑνῶ).ΠΑΡ. κιναιδώδηςαρχ.κιναιδεύομαι, κιναιδία, κιναιδίας, κιναιδίζω, καιναίδιον.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. κιναιδογράφος(αρχ.-μον.) κιναιδολόγος (Β' συνθετικό) αρχ. μοιχοκίναιδος, παρακίναιδος, σπαταλοκίναιδος].
Dictionary of Greek. 2013.